ἀγγέλματα

ἀγγέλματα
ἄγγελμα
message
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιαγγέλλω — ΜΑ κοινοποιώ κάτι με αγγέλματα προς διάφορες κατευθύνσεις («περιαγγέλλοντες τὴν πανήγυριν», Θεμίστ.) αρχ. 1. στέλνω ή φέρνω αγγελία σε διάφορα μέρη («τοῡτο μέν, ὡς ἐπύθοντο τάχιστα τῶ κηρύκων τῶν περιαγγελλόντων ὅσῳ πλείοσιν οὗτος ἠνώχληκε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Ετεόνικος — (β’ μισό 5ου – α’ μισό 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός του Πελοποννησιακού πόλεμου. Διορίστηκε πρώτα άρχοντας της Μηθύμνης και Ερεσού στη Λέσβο (412 π.Χ.), έγινε μετά από δύο χρόνια αρμοστής στη Θάσο και στη Μυτιλήνη, όταν (το 406 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”